sweeper - ορισμός. Τι είναι το sweeper
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι sweeper - ορισμός

FAMILY OF SMALL TROPICAL FISH
Pempheridae; Pempherid; Pempherididae

sweeper         
(sweepers)
In football, a sweeper is a player whose position is behind the main defenders but in front of the goalkeeper.
N-COUNT
Sweeper         
·noun One who, or that which, sweeps, or cleans by sweeping; a sweep; as, a carpet sweeper.
sweeper         
¦ noun
1. a person or device that cleans by sweeping.
2. Soccer a player stationed behind the other defenders, free to defend at any point across the field.

Βικιπαίδεια

Sweeper

Sweepers are small, tropical marine (occasionally brackish) perciform fish of the family Pempheridae. Found in the western Atlantic Ocean and Indo-Pacific region, the family contains about 26 species in two genera. One species (Pempheris xanthoptera) is the target of subsistence fisheries in Japan, where the fish is much enjoyed for its taste. Sweepers are occasionally kept in marine aquaria.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για sweeper
1. Ginger‘s slight body was later pulled from the sweeper.
2. "The inflation is real," said street sweeper Manuel Villareal.
3. Adil Muhammed, the head bomb sweeper, found it and quickly disposed of it.
4. Harold Redden, a vice president, started as a floor sweeper 32 years ago.
5. Another full toss but there‘s a sweeper out there so it‘s just two.